Friday, April 18, 2014

Layla, the woman predicted to destroy Philip

Yesterday I promised I would post an excerpt about the mysterious young woman, Layla, who Induna predicted will be Philip's destruction. Despite the fact that Layla too has her own point-of-view chapters, I decided to post a passage from Philip's point of view. In this scene Philip has caught Layla on her own, intent to figure her out, and find out how and why she will destroy him.

Philip kept on smiling, his face almost tired of it. He wanted to go back to his room and lounge on his balcony, away from her, but this was a good opportunity to get her on her own, size her up and see what he was up against. He had to be cunning but play dumb.

Layla stopped and picked a fruit from a tree and smelt it.

“What fruit is this?” she asked, catching his eye.

“It’s called kumquat.” Philip answered, taking it from her. He peeled it open and revealed its juicy, citrusy flesh. He cut a piece and gave it to her. “Try it, it’s really good.”
He watched her closely as she took it into her small hand and brought it to her nose before biting it. The juice dripped from her lips down her chin and she wiped it with the back of her hand.

“It is good.” she said with her mouth full. Philip grinned despite himself, then looked away quickly.
[...]
Through the last branches of the last trees his eyes caught sight of the sparkling diamonds embedded in the blue surface of the sea, shimmering under the bright sunlight. The earth gradually turned to sand, and by the time they exited the protection of the trees Philip and Layla found themselves in a small alcove, shiny rocks on either side forming a small crescent moon of a beach, the salty water splashing softly against their surfaces.
“Wow.” she breathed, coming to a stop beside him. “This is so beautiful.”
Philip looked at her again, trying to detect any sign of falseness, any glimmer of cunning, any ounce of malevolence. She confused him. He had expected her to be offensive, aggressive, and obvious in her intents. Instead, there stood a pretty, young woman, who could barely keep her calm when her manager yelled at her.

Layla looked around and saw Philip staring at her. She flushed, but kept her eyes onto his. She had beautiful eyes. He shivered a little, and looked away, clearing his throat.

Thursday, April 17, 2014

Meeting Philip, the light wielder

Well, Philip has already made an appearance in the previous post but it was from Induna's point of view. Here is a passage from the third chapter where Philip and his older brother, Hector, are on a mission. I can't say more than that!


Philip bit his lip, choosing not to voice his apprehensions. He followed Hector with long strides as he crossed the street, walking with determination to the house. When they reached the door, Hector turned and looked into Philips eyes.
“Stay close and keep the rear. Follow my lead, and don’t attack unless I signal. I’d rather we get out of here without a commotion.”
“Okay, I know, I know.”
Hector opened the door and Philip entered after him in darkness. A muffled noise came from above, the sounds of scurrying feet, and then silence. Philip looked around for a switch, and upon finding it he flicked it up and down but the power was out.
“They have an electricity Wielder.” Philip whispered knowingly.
“Or they just cut the power.” Came Hectors scathing reply, and Philip had to suppress the urge to slap the back of his head. “Make us some light.”
Philip obliged, opening his left hand, palm upwards, and forcing his energy into the creation of an orb of light, formed, tangible, and alive. The small suns Philip could create out of nothing, were miniatures of the original, with molten plasma lying almost invisible at their cores, obscured by the bright rays of light emitted from them, making them seem harmless.

Meeting Induna, the psyche wielder

One of my favorite scenes in the book takes place quite early on -the second chapter. This chapter is from the point of view of Induna, an african man living in seclusion in Zimbabwe. This particular passage depicts Philip (or Philippos as he introduces himself to Induna -the greek pronounciation of his name) explaining to Induna his abilities as a psyche wielder.


 “I have been alone all these years. You are the first person to speak to me this way.” Induna whispered. “How- how did you find me? Why did you find me?”
Philippos opened and closed his mouth as if to explain but then decided not to. His young eyes looked away quickly, full of apprehension. Eventually he spoke, and Induna sensed he was changing the subject.
“I came to Zimbabwe for work and I heard about you. People were saying you are a prophet living up here alone. I realized you are a wielder and I wanted to help. There are many others like you, you know. You are a Psyche Wielder. Very rare. 
“What is that?” Induna asked with interest, mentally pushing away a vision that was softly tugging at his mind. 
“Psyche Wielders can connect with the souls of others around them, and most importantly, connect with the universe. That is the most important part of all.” Philippos said and his eyes flickered crimson again. When he saw the uncomprehending look on Induna’s face, he continued.
“Imagine the universe is like this cloth.” Philippos said, lifting up an old rag off the ground. “There are thousands of tiny threads woven in tiny, little patterns. If you follow one thread it will lead you to the end, but also you’ll see that more threads are connected to it. What if you decide to follow another? Where would that lead you? And if you cut one thread, what would happen to the cloth then? Would it fray until it fell apart? Or would it just change pattern?” he paused thoughtfully. “Wielders like you can see those possibilities. You can follow the threads and see where they begin and end, where and how they connect with everything else and what might happen if something changes along the way.”


Wednesday, April 16, 2014

Greek translation of the book description/Ελληνική μετάφραση της περιγραφής του βιβλίου

Οι δαμαστές είναι πανίσχυρα όντα, που ζουν σε έναν ανθρώπινο κόσμο. Έχουν την ικανότητα να παράγουν ή να χειρίζονται ένα στοιχείο της φύσης, φυσική δύναμη ή ύλη.

Δεν είναι Θεοί. Δεν είναι αθάνατοι. Και σίγουρα όχι αναμάρτητοι.

Όταν ο Φίλιππος Δούκας, ένας σπάνιος δαμαστής φωτός, επισκέφτηκε έναν τρομαγμένο Αφρικανό άντρα σε μια σπηλιά στη Ζιμπάμπουε, νόμιζε πως θα τον βοηθούσε να αναπτύξει τη πραγματική του δύναμη, ως δαμαστής ψυχής -ένα άτομο που μπορεί να συνδεθεί με τις ψυχές των άλλων, και πιο σημαντικά, με το Σύμπαν. Αντ' αυτού, έλαβε μια τρομερή προειδοποίηση πως ένα ανθρώπινο κορίτσι μια μέρα θα τον κατέστρεφε. Ένα κορίτσι, της οποίας η πορεία στη ζωή ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη δική του, με έναν τρόπο που δε μπορούσε να καταλάβει.

Πέντε χρόνια αργότερα, ο Φίλιππος έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της, και στοιχειωμένος από τη προειδοποίηση, αποφασίζει να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του και να τη καταστρέψει πρώτος, προτού τον καταστρέψει εκείνη.

Εν τω μεταξύ, ένας σαδιστικός δολοφόνος που δαμάζει σάρκα είναι σε μυστική αποστολή για να βρεί και να σκοτώσει έναν μυστηριώδη άνθρωπο, και πίσω στη σπηλιά στην Αφρική, ο δαμαστής ψυχής ξεκινάει ένα απεγνωσμένο ταξίδι, όταν συνειδητοποιεί πως η προειδοποίηση του ήταν λάθος, και ότι θα οδηγήσει τον Φίλιππο σε έναν δρόμο που οδηγεί στο σκότος και τη καταστροφή.

Greek Translation of the first chapter/Ελληνική μετάφραση του πρώτου κεφαλαίου

Κεφάλαιο 1

 Βαρκελώνη, 6 Αυγούστου
«Πώς μπορώ να το εξηγήσω ώστε το γελοίο, μικρό, γαμημένο μυαλό σου να μπορεί να το καταλάβει; Ο δαμασμός δεν είναι υπερδύναμη, είναι τέχνη. Το να μπορείς να παράγεις ή να ελέγχεις ένα στοιχείο, φυσική δύναμη ή φυσικό φαινόμενο. Δεν είναι σαν να είσαι υπερήρωας. Δεν είναι παιχνίδι που παίζουν με γαμημένα κολάν. Είναι δώρο, δώρο που πρέπει να τελειοποιούμε. Ειδικά οι δαμαστές της σάρκας, σαν και εμένα. Ξέρω κάθε γωνιά του ανθρωπίνου σώματος, τα οστά, τους μύες, τις αρτηρίες, τις νευρικές απολήξεις, όλα
«Καλά, ότι και να πεις ο δαμασμός της σάρκας είναι μαλακία.»
Ο Ορέστης Αγγέλου κοίταξε με την άκρη του ματιού του τον άντρα που καθόταν δίπλα του στο πάτωμα, που χαρακτήριζε τη δουλειά του ως «μαλακία» με δήθεν νταηλίκι που δε του πήγαινε.  Ένιωθε την ανάγκη να του δώσει μια γεύση του πόσο οδυνηρός μπορεί να είναι ο δαμασμός της σάρκας, αλλά δε θα χαράμιζε ποτέ τις ικανότητές του σε ένα μικρό βλάκα σαν και αυτόν.
 «Η καλύτερη ικανότητα δαμασμού πρέπει να είναι της φωτιάς.» είπε ο άλλος άντρας. Πως είπε οτι τον λένε; Τόμας; Τζόνα; Τζούντι; Ρούντι; «Ή της γής.» Πρόσθεσε. «Μπορείς να ελέγξεις σχεδόν τα πάντα με αυτήν. Οτιδήποτε βγαίνει από τη γη εννοώ... Οι δαμαστές ψυχής είναι απλά τρομακτικοί. Καλά, δε παραπονιέμαι, και ο δαμασμός του νερού είναι γαμάτος.» Έβγαλε ένα μπουκάλι νερού από τη τσέπη του και άνοιξε το καπάκι. Στροβίλισε ένα κοντόχοντρο δάχτυλο και το υγρό μέσα σχημάτισε μια δίνη, ανεβαίνοντας έξω από το πλαστικό δοχείο, στον αέρα μπροστά τους.
Θα σε λέω Ρούντι, αποφάσισε ο Ορέστης. «Και ο δαμασμός της αστραπής είναι πολύ δυνατός.» είπε, κλείνοντας τα μάτια του και ακουμπώντας το κεφάλι του στον τοίχο πίσω. Είχε αρχίσει να μετανιώνει που δέχτηκε να έχει συνέταιρο.
«Είναι πολύ σπάνιοι... Εσύ ξέρεις κανέναν δαμαστή αστραπής;» ρώτησε ο Ρούντι με περιέργεια, τα ελαφίσια μάτια του μεγάλα σαν κέρματα. Το νερό ξαναγλύστρησε μέσα στο μπουκάλι χωρίς να χυθεί σταγόνα.
«Ήξερα έναν, κάποτε.» απάντησε ο Ορέστης κοφτά.
Ο Ρούντι συνέχισε να μιλάει για τις καλύτερες ικανότητες δαμασμού με τον ενθουσιασμό ενός δωδεκάχρονου αγοριού που μόλις ανακάλυψε τις άλλες χρήσεις του πουλιού του. Ο Ορέστης καθόταν σιωπηλά, και αναρωτιόταν που πήγαινε ο κοσμός αν η Σέκτα πλέον δεχόταν χειρηστές όπως τον Ρούντι για σημαντικές αποστολές όπως αυτή που υποτίθεται πως κάνανε τώρα.
Ο Ορέστης ήταν υπερήφανος που ήταν ο καλύτερος Ειδικός Χειριστής της Σέκτας, του μυστικού οργανισμού της Κοινότητας των Δαμαστών. Αποτελούνταν από ένα ευρύ δίκτυο δαμαστών, εκπαιδευμένων να να επιβάλουν τους νόμους και να προστατεύουν τον πληθυσμό τους από κάθε απειλή.
 «Ήρθε σχεδόν η ώρα.» είπε ο Ορέστης, διακόπτοντας τους φωναχτούς ρεμβασμούς του Ρούντι. Σηκώθηκε και τίναξε τη σκόνη από το παντελόνι του, ενώ ο νεότερος άντρας τον μιμήθηκε. Το κτίριο στο οποίο βρίσκονταν ήταν σχεδόν εγκαταλελειμένο, η μπογιά ξεφλούδιζε από τους τοίχους, οι λάμπες κρέμονταν στον διάδρομο, απογυμνωμένες από τα φωτιστικά τους. Ο μοναδικός ένοικος του έκτου ορόφου θα έφτανε με το ασανσέρ σε λίγα λεπτά. Ο Ορέστης μπορούσε να αισθανθεί τους χτύπους της καρδιάς του ανθρώπου να πλησιάζουν.
Περιεργάστηκε την αντανάκλαση του στο σπασμένο τζάμι ενός παραθύρου. Τα μάτια του ήταν ροζ γύρω από τις μαύρες κόρες του, το τετράγωνο σαγόνι του σκιασμένο από τα νέα γένια και τα σγουρά μαύρα του μαλλιά ήταν ανακατωμένα. Ήταν κοντός, λεπτός, φαινομενικά αδύναμος, και με κάποιο τρόπο έμοιαζε νεότερος από τα τριανταένα του χρόνια. Δεν ήταν πολύ ωραίος άντρας, αυτό το ήξερε, και δεν παρέλειπε να το υπενθυμίζει στον εαυτό του όταν τύχαινε να περάσει μπροστά από καθρέφτη. Ποτέ του δεν τον πολυένοιαξε όμως. Οι περισσότεροι άντρες φαινόταν να τα πηγαίνουν καλύτερα με άλλους μέτριας εμφάνισης, και οι γυναίκες... ε, πολλές σοκάρονταν όταν μάθαιναν πως είναι Έλληνας –οι γυναίκες συνήθως περιμένουν πως όλοι οι Έλληνες θα μοιάζουν με τα ωραία αγάλματα του Παρθενώνα- αλλά είχε αναπτύξει τον δικό του τρόπο με τις γυναίκες. Ο δαμασμός της σάρκας είναι χρήσιμη ικανότητα κάτω από πολλές συνθήκες.
«Γαμώτο...» ανάσανε ο Ρούντι, κουνώντας τα πόδια του νευρικά. Και αυτός ήταν σχετικά κοντός, αν και όχι τόσο αδύνατος όσο ο Ορέστης, με ποντικίσια καφέ μαλλιά και σχεδόν ούτε μια τρίχα στο πηγούνι του.
«Δεν το έχεις ξανακάνει αυτό;» τον ρώτησε ο Ορέστης, ακουμπώντας στον τοίχο. Ο Ρούντι κούνησε το κεφάλι του, τα μάτια του καρφωμένα στη πόρτα του ασανσέρ. «Σταμάτα να φαίνεσαι τόσο γαμημένα νευρικός. Απλά κάτσε ήσυχος και παρακολούθα. Να δεις και μόνος σου τι είναι ικανοί να κάνουν οι δαμαστές της σάρκας
Με ένα ελαφρύ ‘πίνγκ’ έφτασε το ασανσέρ και βγήκε ένας μεσήλικας άντρας, ήδη στον κατήφορο της ηλικίας, κρατώντας μια χάρτινη σακούλα γεμάτη ψώνια. Ήταν κοντός, φαλακρός, με μπυροκοιλιά και φορούσε συρμάτινα γυαλιά που ισορροπούσαν επικίνδυνα στην άκρη της μύτης του.
«Χα.» γέλασε ο Ορέστης χαμηλόφωνα, με μια γρήγορη ματιά στην νέα άφιξη. Ο άντρας σταμάτησε ξαφνικά όταν είδε τους δύο ξένους να στέκονται χωρίς προφανή αιτία στη μέση του διαδρόμου, αλλά ανέπτυξε ταχύτητα και τους προσπέρασε βιαστικά.
Ο Ρούντι κοίταξε τον Ορέστη, περιμένοντας ένα σημάδι του τι να κάνει.
«Συγγνώμη, σενιόρ.» είπε ο Ορέστης με τη πιο απάλή και ευγενική χροιά της φωνής του. «Ψάχνουμε το διαμέρισμα F1, αλλά δε το βρίσκουμε.»
Ο άντρας γύρισε αργά και έσφιξε τη σακούλα του.
«No habla ingles...» μουρμούρισε και έκανε να φύγει.
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα μπροστά.
«Και όμως, τυχαίνει να γνωρίζω πως μιλάτε αγγλικά, Σενιόρ Άλμα. Για την ακρίβεια, περάσατε δύο χρόνια στο Εδιμβούργο για την πτυχιακή σας εργασία, ‘Διατροφική Εκτίμηση Ασθενών με Άνοια’. Ακούγεται βαρετό.»
Ο σενιόρ Άλμα τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια πισω από τα γυαλιά του. Ο Ορέστης ένιωσε τους ιδρωτοποιούς αδένες στο μέτωπο του άντρα να παράγουν σταγόνες αλμυρού ιδρώτα που έσταξαν στα ρυτιδιασμένα μάτια του. Η καρδιά του Άλμα άρχισε να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα και η ουροδόχος κύστη του ξαφνικά ένιωθε πιο γεμάτη.
«Σας ξέρω;» ρώτησε στα αγγλικά.
«Αμφιβάλλω.» απάντησε ο Ορέστης με ένα φιλικό σήκωμα των ώμων. Ο Ρούντι κοιτούσε μια τον έναν και μια τον άλλον. Ο σενιόρ Άλμα έγλειψε τα χείλη του.
«Ακούστε, αν είναι για τα λεφτά, πείτε τον Σαντιάγο πως δεν τα έχω ακόμη, αλλά είμαι κοντά, π-πολύ κοντά.»
«Δε ξέρω ποιός είναι ο Σαντιάγο.»
Τα φρύδια του συσπάστηκαν με απορία, και ο Ορέστης σχεδόν μπορούσε να ακούσει τις συνάψεις του Άλμα να πυροδοτούνται στον εγκέφαλο του, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει τη κατάσταση.
«Άντε, κάντο.» μουρμούρισε ο Ρούντι, αλλά ο Άλμα τον άκουσε και έκανε ένα βιαστικό βήμα πίσω, πέφτωντας πάνω στον τοίχο.
«Σας παρακαλώ, πάρτε ότι θέλετε.» είπε πανικόβλητος.
Ο Ορέστης αναστέναξε. Σιχαινόταν να σκοτώνει άντρες. Κάτι στην θέα ενός άντρα να κλαίει σαν μωρό όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τον επικείμενο θανάτό του, του γυρνούσε το στομάχι. Οι γυναίκες ήταν το αγαπημένο του. Είχαν γενικώς πολύ περισσότερη χάρη στον θάνατο. Συν το ότι υπήρχε μια τρυφερή ειρωνία στο να παίρνεις τη ζωή κάποιου που δίνει ζωή. Ήταν σχεδόν ποιητικό. Του άρεσε του Ορέστη αυτό, του άρεσαν τα ποιητικά πράγματα. Είναι τέχνη, είπε στον εαυτό του.
«Με τι να μοιάζει;» ρώτησε τον Ρούντι, αποσπώντας τα μάτια του από τον τρομοκρατημένο άντρα. «Φυσικά αίτια; Ληστεία με άσχημη κατάληξη; Καλός παραδοσιακός φόνος;»
Ο Ρούντι τον κοίταξε με ανοιχτό στόμα και ο Ορέστης αναστέναξε.
«Από ότι καταλαβαίνω χρωστάς λεφτά σε κόσμο, σενιόρ Άλμα. Και από ότι καταλαβαίνω θα σε σκοτώσουν για αυτά όπως και να έχει, οπότε... φόνος
Η μυρωδιά ούρων έφτασε τη μύτη του ενα δευτερόλεπτο αφότου ο Ορέστης ένιωσε τη κύστη του άντρα να αδειάζει. Κατουριέται κιόλας. Γαμημένα γελοίος.
Ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε ενέργεια να κυλάει μέσα του. Διέτρεξε κάθε του κύτταρο, γεμίζοντάς τον, ρέοντας ασταμάτητα σαν κύματα σε μαινόμενη θάλασσα.
Άνοιξε τα μάτια του και εστίασε στο κλαμμενο πρόσωπο του Άλμα. Ελέγχοντας το φορτίο ενέργειας μέσα του, δάμασε τα δερματικά κύτταρα πάνω από το δεξί μάτι του Άλμα να σκιστούν. Με την ακρίβεια χειρουργού, έκανε τα κύτταρα της επιδερμίδας να ανοίξουν διάπλατα, και σχεδόν ταυτόχρονα της δερμίδας, όπου άρχισε και να αιμορραγεί, μέχρι να φτάσει στο κόκκαλο.
Ο Άλμα ούρλιαξε από τον πόνο και έπιασε με το χέρι του το κόψιμο. Η χάρτινη σακούλα έπεσε στο πάτωμα και σκίστηκε, λαχανικά και φρούτα κυλησαν γύρω τους.
Ο Ορέστης επέλεξε τα τριχοειδή αγγεία γύρω από το αριστερό μάτι του Άλμα και τα έσκασε ένα ένα, ώστε μια μεγάλη μωβ μελανιά εμφανίστηκε. Και για να είναι σίγουρος, ράγισε και το ζυγωματικό του. Ο άντρας ούρλιαξε πάλι και σωριάστηκε στο πάτωμα, γλυστρώντας στον τοίχο.
«Τι μου συμβαίνει?» φώναξε με οδύνη.
«Δολοφονείσαι.» είπε ο Ορέστης.
Είχε έρθει η ώρα για μεγαλύτερα τραύματα. Η αστυνομία θα ασχολιόταν πολύ με αυτή την υπόθεση, και έπρεπε να το κάνει πιστευτό.
Ίσως ο επιτιθέμενός του να τον στραγγάλισε, σκέφτηκε ο Ορέστης και έκανε το δέρμα του άντρα να μελανιάσει γύρω από τον λαιμό του, και έκλεισε τη τραχεία του αρκετά ώστε να δημιουργήσει μια έλειψη οξυγόνου που να φανεί στη νεκροψία. Ο Άλμα έβηξε, και πνίγηκε και έκλαιγε.
Ίσως πάλεψε και λίγο. Οι αρθρώσεις των δακτύλων του άντρα μελάνιασαν και κάποιες σπάσανε. Ο Ορέστης έκανε μια παύση να σκεφτεί, αγνοώντας τις ικεσίες και τα κλάματα. Ίσως να υπήρχε και μαχαίρι... δάγκωσε το χείλος του με συγκέντρωση ενώ δάμασε το σώμα του Άλμα να σηκωθεί όρθιο. Πρόσθεσε άλλη μια εμπνευσμένη πινελιά και έσκισε το δέρμα και τη σάρκα από τον δείκτη του δεξιού χεριού του, φτάνωντας στο κόκκαλο, φροντίζοντας η σάρκα να διαχωρίζεται με τόσο λεπτομερή τρόπο, ώστε να φαινεται πως το προκάλεσε μαχαίρι. Το οστό κόπηκε στα δύο, και το δάχτυλο έπεσε με έναν ελαφρύ ήχο στο πάτωμα. Ο Άλμα ούρλιαξε καθώς το αίμα ξεχύθηκε από το κουτσουρεμένο του χέρι, και ο Ορέστης τον έκανε να κουνιέται και να χορεύει γύρω γύρω σαν μαριονέτα σε παρωδία μίμισης πάλης. Η διασπορά του αίματος στους τοίχους έπρεπε να είναι πειστική.
«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...» έκλαιγε ο Άλμα.
«Ορέστη-»
«Σκάσε. Σχεδόν τελείωσα.»
Άφησε το κορμί του Άλμα να καταρεύσει στο πάτωμα και επέτρεψε στον εαυτό του μια στιγμή να απολάυσει την επίδραση που είχε ο δαμασμός του στο σώμα του άντρα -η καρδιά του χτυπούσε τρελά, το αίμα του έρεε γρήγορα, αλλά η αδρεναλίνη που έτρεχε μέσα του έκανε τον Άλμα να μην νιώθει τον πόνο στο πραγματικό του μεγαλείο, οπότε ο Ορέστης τη μείωσε. Ο Άλμα σφάδαξε και ούρλιαξε καθώς μερικά από τα πλευρά του σπάσανε ξαφνικά και εμφανίστηκαν και άλλοι μώλωπες.
«Και τώρα η τελευταία πινελιά.»
Η καρδιά ήταν ένα από τα αγαπημένα του όργανα. Εύκολο να χειραγωγηθεί. Αλλά είναι τόσο κλισέ, σκέφτηκε. Ένας πνεύμονας από την άλλη, είναι πολύ πιο πρωτότυπο, λιγότερο προβλέψιμο.
Ξανά, έκανε τα κύτταρα στο δέρμα του Άλμα να σκιστούν στο στήθος του, όλο και βαθύτερα, μέχρι το κέντρο του. Ο άντρας στριγκλιξε και λιποθύμησε, αλλά ο Ορέστης τον επανέφερε. Το κόψιμο έφτασε τον αριστερό του πνεύμονα, και με απόλυτη ακρίβεια, τον τρύπησε.
Αργά και βασανιστικά, ο Άλμα πέθαινε.
Τιναζόταν και έτρεμε, αλλά στο τέλος έμεινε ακίνητος και έπεσε σιωπή.
Ο Ορέστης κοίταξε γύρω του. Ο Ρούντι είχε γονατίσει κάτω και κάλυπτε το στόμα του με το χέρι του, σοκαρισμένος. Θα το συνηθίσει αργά ή γρήγορα, σκέφτηκε. Είναι η δουλειά μας. Και εγώ είμαι ο καλύτερος.
Πλησίασε αργά αργά το σώμα του Άλμα και έσκυψε πάνω από το κεφάλι του. Τα γυαλία του νεκρού άντρα είχαν γλυστρήσει από τη μύτη του και κρέμονταν στραβά από το αυτί του.
«Δεν έχεις τη παραμικρή ιδέα γιατί πέθανες.» αναστέναξε ο Ορέστης, μελετώντας το πρόσωπο του.
«Μπορούμε να φύγουμε τώρα;» ρώτησε ξαφνικά ο Ρούντι, αηδιασμένος.
«Ναι. Μέχρι να βρεθεί ο επόμενος.» είπε ο Ορέστης, και σηκώθηκε όρθιος.
«Ο επόμενος; Πόσοι είναι;»
«Σκοτώνουμε έναν και εμφανίζεται άλλος. Σε ένα λεπτό, σε μια μέρα, έναν μήνα, καμιά φορά και σε χρόνια. Έτσι πάει.»
Περπατούσαν προς το ασανσέρ πλάι πλάι όταν χτύπησε το κινητό του Ορέστη. Το ψάρεψε στη τσέπη του παντελονιού του και απάντησε. Μια αντρική φωνή με βαριά γαλλική προφορά μίλησε.
«Αγγέλου, ονομάστηκε και άλλος.»
«Ναι;» είπε ο Ορέστης, πνίγοντας τον αναστεναγμό του.
«Μια γυναίκα, Εστέλλα Λούνα. Πληροφορίες θα σου σταλούν σύντομα.»

«Εντάξει, monsieur

Monday, April 14, 2014

About the blurb...

Just back from receiving some amazing feedback from a wonderfully talented facebook friend who read my, previously mentioned, rough blurb.

I have to say, I am so impressed by the way he played with the words, making small changes here and there, creating magic! The devil lives in the details, they say, and after this, I couldn't agree more. Why say "he makes the decision to destroy her" when you can say "he decides to confront his destiny by destroying her"?

I try to keep the exeedingly dramatic flare from my writing, usually, but this isn't writing a novel, is it? It's writing a promotional piece that will potentially sell your novel. It needs to be overly dramatic. Lesson learned.

So, I re-wrote my blurb, incorporating some of the points from the feedback. I will continue working on it (as usual I will not be happy with it if I haven't changed it around at least fifty times), but here it is. For now.

Wielders are powerful beings living in a world of humans. They are able to bring forth or manipulate a single element of nature, physical force or matter.

They are not gods. Not immortal. And certainly not without sins. 
When Philip Doukas, a rare wielder of light, visited a frightened African man in a cave in Zimbabwe, he thought he would be helping him come into his true power as a psyche wielder -a person who can connect with the souls of others and, most importantly, with the Universe. Instead, he received a terrible warning that a human girl would one day destroy him; a girl whose path in life was connected to his in a way he couldn’t understand. 
Five years later Philip finds himself face to face with her and, haunted by the warning, decides to confront his destiny and destroy her before she destroys him. 
Meanwhile, a sadistic flesh wielding assassin is on a secret assignment to find and kill a mysterious human, and back in the cave in Africa the psyche wielder embarks on a desperate journey, after he realizes his warning had been wrong and that it will lead Philip down the road to darkness and destruction.

Possible Blurb

Well, I thought I'd tackle that other hurdle, known as a book blurb. After researching a bit online, I found some general guidelines, but they weren't particularly helpful. 

Here is something I put together in about five minutes. I used some parts from the rough short summary I wrote a while ago. There still is work to be done, but I'm hopeful!


Wielders are not gods. They are not immortal, not all knowing, and certainly not without sins. But they are not human either.
Each Wielder can control or produce a natural force or element, its energy having been absorbed at birth from the Universe, maintaining a fundamental balance 
When Philip Doukas, one of the rare light wielders, visited a frightened African man in a cave in Zimbabwe, he thought he would be helping him come into his true power as a psyche wielder -a person who can connect with the souls of others and, most importantly, with the universe. Instead he received a warning that a human girl, who he strangely kept running into since childhood, would one day destroy him 
Five years later Philip finds himself face to face with her and, haunted by the warning, makes the decision to destroy her before she destroys him. 
Meanwhile, a sadistic assassin who wields flesh is on a secret assignment to find and kill a mysterious human, and back in the cave in Africa the psyche wielder begins on a journey, after he realizes his warning had been wrong and that it will lead Philip down a road of darkness and destruction.

Making Changes

In my last post I mentioned I made some big changes to my manuscript. To be more specific, I came to the decision, after the helpful feedback of my favourite beta reader, Carina, who pointed out some inconsistencies and redundant passages.

I thought about it a lot, and realized that, indeed, there were parts of the story that I had written quite a while ago, and were very close to my heart, but truly served no purpose. I decided that just because something is written well, doesn't mean that it deserves to be in the final cut. 

So, I took a deep breath and selected the offending paragraphs, and pressed the delete button. But that wasn't all. I commenced to merge the rest of the story together so that it made sense, making adjustments and small changes along the way. I am at a point where I am almost 99% satisfied with the manuscript. 

I am currently reviewing it from the beginning, and so far things look good. I am also looking for more beta readers (the more feedback the better) so if anyone is interested let me know! The story is an urban fantasy. 

For more details check out the short summary here and the first chapter here!


Friday, April 11, 2014

New Alternate Cover

Well, it's been a while since I last checked in, but life has been busy. I have made some major changes in my manuscript, for the better, and I am much more confident in it. The story is coming together, the characters are jumping to life and I am falling in love with them all over again.

In the spirit of transformation, I felt particularly creative today, so I spent some time rethinking my cover. It's always better to have options, so I conjured up my faithful photoshop tools and came up with this alternate cover:

Copyright © D.M. Enslin 2014 All Rights Reserved.