Κεφάλαιο 1
Βαρκελώνη, 6 Αυγούστου
«Πώς μπορώ να το εξηγήσω ώστε το γελοίο, μικρό, γαμημένο
μυαλό σου να μπορεί να το καταλάβει; Ο δαμασμός δεν είναι υπερδύναμη, είναι
τέχνη. Το να μπορείς να παράγεις ή να ελέγχεις ένα στοιχείο, φυσική δύναμη ή
φυσικό φαινόμενο. Δεν είναι σαν να είσαι υπερήρωας. Δεν είναι παιχνίδι που
παίζουν με γαμημένα κολάν. Είναι δώρο, δώρο που πρέπει να τελειοποιούμε. Ειδικά
οι δαμαστές της σάρκας, σαν και εμένα. Ξέρω κάθε γωνιά του ανθρωπίνου σώματος,
τα οστά, τους μύες, τις αρτηρίες, τις νευρικές απολήξεις, όλα.»
«Καλά, ότι και να πεις ο δαμασμός της σάρκας είναι μαλακία.»
Ο Ορέστης Αγγέλου κοίταξε με την άκρη του ματιού του τον
άντρα που καθόταν δίπλα του στο πάτωμα, που χαρακτήριζε τη δουλειά του ως
«μαλακία» με δήθεν νταηλίκι που δε του πήγαινε.
Ένιωθε την ανάγκη να του δώσει μια γεύση του πόσο οδυνηρός μπορεί να
είναι ο δαμασμός της σάρκας, αλλά δε θα χαράμιζε ποτέ τις ικανότητές του σε ένα
μικρό βλάκα σαν και αυτόν.
«Η καλύτερη
ικανότητα δαμασμού πρέπει να είναι της φωτιάς.» είπε ο άλλος άντρας. Πως είπε
οτι τον λένε; Τόμας; Τζόνα; Τζούντι; Ρούντι; «Ή της γής.» Πρόσθεσε. «Μπορείς να
ελέγξεις σχεδόν τα πάντα με αυτήν. Οτιδήποτε βγαίνει από τη γη εννοώ... Οι δαμαστές
ψυχής είναι απλά τρομακτικοί. Καλά, δε παραπονιέμαι, και ο δαμασμός του νερού
είναι γαμάτος.» Έβγαλε ένα μπουκάλι νερού από τη τσέπη του και άνοιξε το
καπάκι. Στροβίλισε ένα κοντόχοντρο δάχτυλο και το υγρό μέσα σχημάτισε μια δίνη,
ανεβαίνοντας έξω από το πλαστικό δοχείο, στον αέρα μπροστά τους.
Θα σε λέω Ρούντι, αποφάσισε ο Ορέστης. «Και ο δαμασμός
της αστραπής είναι πολύ δυνατός.» είπε, κλείνοντας τα μάτια του και ακουμπώντας
το κεφάλι του στον τοίχο πίσω. Είχε αρχίσει να μετανιώνει που δέχτηκε να έχει
συνέταιρο.
«Είναι πολύ σπάνιοι... Εσύ ξέρεις κανέναν δαμαστή
αστραπής;» ρώτησε ο Ρούντι με περιέργεια, τα ελαφίσια μάτια του μεγάλα σαν
κέρματα. Το νερό ξαναγλύστρησε μέσα στο μπουκάλι χωρίς να χυθεί σταγόνα.
«Ήξερα έναν, κάποτε.» απάντησε ο Ορέστης κοφτά.
Ο Ρούντι συνέχισε να μιλάει για τις καλύτερες ικανότητες
δαμασμού με τον ενθουσιασμό ενός δωδεκάχρονου αγοριού που μόλις ανακάλυψε τις
άλλες χρήσεις του πουλιού του. Ο Ορέστης καθόταν σιωπηλά, και αναρωτιόταν που
πήγαινε ο κοσμός αν η Σέκτα πλέον δεχόταν χειρηστές όπως τον Ρούντι για
σημαντικές αποστολές όπως αυτή που υποτίθεται πως κάνανε τώρα.
Ο Ορέστης ήταν υπερήφανος που ήταν ο καλύτερος Ειδικός
Χειριστής της Σέκτας, του μυστικού οργανισμού της Κοινότητας των Δαμαστών.
Αποτελούνταν από ένα ευρύ δίκτυο δαμαστών, εκπαιδευμένων να να επιβάλουν τους
νόμους και να προστατεύουν τον πληθυσμό τους από κάθε απειλή.
«Ήρθε σχεδόν η ώρα.»
είπε ο Ορέστης, διακόπτοντας τους φωναχτούς ρεμβασμούς του Ρούντι. Σηκώθηκε και
τίναξε τη σκόνη από το παντελόνι του, ενώ ο νεότερος άντρας τον μιμήθηκε. Το
κτίριο στο οποίο βρίσκονταν ήταν σχεδόν εγκαταλελειμένο, η μπογιά ξεφλούδιζε
από τους τοίχους, οι λάμπες κρέμονταν στον διάδρομο, απογυμνωμένες από τα
φωτιστικά τους. Ο μοναδικός ένοικος του έκτου ορόφου θα έφτανε με το ασανσέρ σε
λίγα λεπτά. Ο Ορέστης μπορούσε να αισθανθεί τους χτύπους της καρδιάς του ανθρώπου
να πλησιάζουν.
Περιεργάστηκε την αντανάκλαση του στο σπασμένο τζάμι ενός
παραθύρου. Τα μάτια του ήταν ροζ γύρω από τις μαύρες κόρες του, το τετράγωνο
σαγόνι του σκιασμένο από τα νέα γένια και τα σγουρά μαύρα του μαλλιά ήταν
ανακατωμένα. Ήταν κοντός, λεπτός, φαινομενικά αδύναμος, και με κάποιο τρόπο
έμοιαζε νεότερος από τα τριανταένα του χρόνια. Δεν ήταν πολύ ωραίος άντρας,
αυτό το ήξερε, και δεν παρέλειπε να το υπενθυμίζει στον εαυτό του όταν τύχαινε
να περάσει μπροστά από καθρέφτη. Ποτέ του δεν τον πολυένοιαξε όμως. Οι
περισσότεροι άντρες φαινόταν να τα πηγαίνουν καλύτερα με άλλους μέτριας
εμφάνισης, και οι γυναίκες... ε, πολλές σοκάρονταν όταν μάθαιναν πως είναι Έλληνας
–οι γυναίκες συνήθως περιμένουν πως όλοι οι Έλληνες θα μοιάζουν με τα ωραία
αγάλματα του Παρθενώνα- αλλά είχε αναπτύξει τον δικό του τρόπο με τις γυναίκες.
Ο δαμασμός της σάρκας είναι χρήσιμη ικανότητα κάτω από πολλές συνθήκες.
«Γαμώτο...» ανάσανε ο Ρούντι, κουνώντας τα πόδια του
νευρικά. Και αυτός ήταν σχετικά κοντός, αν και όχι τόσο αδύνατος όσο ο Ορέστης,
με ποντικίσια καφέ μαλλιά και σχεδόν ούτε μια τρίχα στο πηγούνι του.
«Δεν το έχεις ξανακάνει αυτό;» τον ρώτησε ο Ορέστης, ακουμπώντας
στον τοίχο. Ο Ρούντι κούνησε το κεφάλι του, τα μάτια του καρφωμένα στη πόρτα
του ασανσέρ. «Σταμάτα να φαίνεσαι τόσο γαμημένα νευρικός. Απλά κάτσε ήσυχος και
παρακολούθα. Να δεις και μόνος σου τι είναι ικανοί να κάνουν οι δαμαστές της σάρκας.»
Με ένα ελαφρύ ‘πίνγκ’ έφτασε το ασανσέρ και βγήκε ένας
μεσήλικας άντρας, ήδη στον κατήφορο της ηλικίας, κρατώντας μια χάρτινη σακούλα
γεμάτη ψώνια. Ήταν κοντός, φαλακρός, με μπυροκοιλιά και φορούσε συρμάτινα
γυαλιά που ισορροπούσαν επικίνδυνα στην άκρη της μύτης του.
«Χα.» γέλασε ο Ορέστης χαμηλόφωνα, με μια γρήγορη ματιά
στην νέα άφιξη. Ο άντρας σταμάτησε ξαφνικά όταν είδε τους δύο ξένους να
στέκονται χωρίς προφανή αιτία στη μέση του διαδρόμου, αλλά ανέπτυξε ταχύτητα
και τους προσπέρασε βιαστικά.
Ο Ρούντι κοίταξε τον Ορέστη, περιμένοντας ένα σημάδι του
τι να κάνει.
«Συγγνώμη, σενιόρ.» είπε ο Ορέστης με τη πιο απάλή και
ευγενική χροιά της φωνής του. «Ψάχνουμε το διαμέρισμα F1, αλλά δε το βρίσκουμε.»
Ο άντρας γύρισε αργά και έσφιξε τη σακούλα του.
«No habla ingles...» μουρμούρισε και έκανε να
φύγει.
Ο Ορέστης έκανε ένα βήμα
μπροστά.
«Και όμως, τυχαίνει να γνωρίζω
πως μιλάτε αγγλικά, Σενιόρ Άλμα. Για την ακρίβεια, περάσατε δύο χρόνια στο
Εδιμβούργο για την πτυχιακή σας εργασία, ‘Διατροφική Εκτίμηση Ασθενών με
Άνοια’. Ακούγεται βαρετό.»
Ο σενιόρ Άλμα τον κοίταξε με γουρλωμένα μάτια πισω από τα
γυαλιά του. Ο Ορέστης ένιωσε τους ιδρωτοποιούς αδένες στο μέτωπο του άντρα να
παράγουν σταγόνες αλμυρού ιδρώτα που έσταξαν στα ρυτιδιασμένα μάτια του. Η
καρδιά του Άλμα άρχισε να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα και η ουροδόχος κύστη του
ξαφνικά ένιωθε πιο γεμάτη.
«Σας ξέρω;» ρώτησε στα αγγλικά.
«Αμφιβάλλω.» απάντησε ο Ορέστης με ένα φιλικό σήκωμα των
ώμων. Ο Ρούντι κοιτούσε μια τον έναν και μια τον άλλον. Ο σενιόρ Άλμα έγλειψε τα
χείλη του.
«Ακούστε, αν είναι για τα λεφτά, πείτε τον Σαντιάγο πως
δεν τα έχω ακόμη, αλλά είμαι κοντά, π-πολύ κοντά.»
«Δε ξέρω ποιός είναι ο Σαντιάγο.»
Τα φρύδια του συσπάστηκαν με απορία, και ο Ορέστης σχεδόν
μπορούσε να ακούσει τις συνάψεις του Άλμα να πυροδοτούνται στον εγκέφαλο του, καθώς
προσπαθούσε να καταλάβει τη κατάσταση.
«Άντε, κάντο.» μουρμούρισε ο Ρούντι, αλλά ο Άλμα τον
άκουσε και έκανε ένα βιαστικό βήμα πίσω, πέφτωντας πάνω στον τοίχο.
«Σας παρακαλώ, πάρτε ότι θέλετε.» είπε πανικόβλητος.
Ο Ορέστης αναστέναξε. Σιχαινόταν να σκοτώνει άντρες. Κάτι
στην θέα ενός άντρα να κλαίει σαν μωρό όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τον
επικείμενο θανάτό του, του γυρνούσε το στομάχι. Οι γυναίκες ήταν το αγαπημένο
του. Είχαν γενικώς πολύ περισσότερη χάρη στον θάνατο. Συν το ότι υπήρχε μια
τρυφερή ειρωνία στο να παίρνεις τη ζωή κάποιου που δίνει ζωή. Ήταν σχεδόν
ποιητικό. Του άρεσε του Ορέστη αυτό, του άρεσαν τα ποιητικά πράγματα. Είναι τέχνη,
είπε στον εαυτό του.
«Με τι να μοιάζει;» ρώτησε τον Ρούντι, αποσπώντας τα
μάτια του από τον τρομοκρατημένο άντρα. «Φυσικά αίτια; Ληστεία με άσχημη κατάληξη;
Καλός παραδοσιακός φόνος;»
Ο Ρούντι τον κοίταξε με ανοιχτό στόμα και ο Ορέστης
αναστέναξε.
«Από ότι καταλαβαίνω χρωστάς λεφτά σε κόσμο, σενιόρ Άλμα.
Και από ότι καταλαβαίνω θα σε σκοτώσουν για αυτά όπως και να έχει, οπότε... φόνος.»
Η μυρωδιά ούρων έφτασε τη μύτη του ενα δευτερόλεπτο
αφότου ο Ορέστης ένιωσε τη κύστη του άντρα να αδειάζει. Κατουριέται κιόλας. Γαμημένα
γελοίος.
Ο Ορέστης έκλεισε τα μάτια του και ένιωσε ενέργεια να
κυλάει μέσα του. Διέτρεξε κάθε του κύτταρο, γεμίζοντάς τον, ρέοντας ασταμάτητα
σαν κύματα σε μαινόμενη θάλασσα.
Άνοιξε τα μάτια του και εστίασε στο κλαμμενο πρόσωπο του
Άλμα. Ελέγχοντας το φορτίο ενέργειας μέσα του, δάμασε τα δερματικά κύτταρα πάνω
από το δεξί μάτι του Άλμα να σκιστούν. Με την ακρίβεια χειρουργού, έκανε τα κύτταρα
της επιδερμίδας να ανοίξουν διάπλατα, και σχεδόν ταυτόχρονα της δερμίδας, όπου
άρχισε και να αιμορραγεί, μέχρι να φτάσει στο κόκκαλο.
Ο Άλμα ούρλιαξε από τον πόνο και έπιασε με το χέρι του το
κόψιμο. Η χάρτινη σακούλα έπεσε στο πάτωμα και σκίστηκε, λαχανικά και φρούτα
κυλησαν γύρω τους.
Ο Ορέστης επέλεξε τα τριχοειδή αγγεία γύρω από το
αριστερό μάτι του Άλμα και τα έσκασε ένα ένα, ώστε μια μεγάλη μωβ μελανιά
εμφανίστηκε. Και για να είναι σίγουρος, ράγισε και το ζυγωματικό του. Ο άντρας
ούρλιαξε πάλι και σωριάστηκε στο πάτωμα, γλυστρώντας στον τοίχο.
«Τι μου συμβαίνει?» φώναξε με οδύνη.
«Δολοφονείσαι.» είπε ο Ορέστης.
Είχε έρθει η ώρα για μεγαλύτερα τραύματα. Η αστυνομία θα
ασχολιόταν πολύ με αυτή την υπόθεση, και έπρεπε να το κάνει πιστευτό.
Ίσως ο επιτιθέμενός
του να τον στραγγάλισε, σκέφτηκε ο Ορέστης και έκανε το δέρμα του άντρα να
μελανιάσει γύρω από τον λαιμό του, και έκλεισε τη τραχεία του αρκετά ώστε να
δημιουργήσει μια έλειψη οξυγόνου που να φανεί στη νεκροψία. Ο Άλμα έβηξε, και πνίγηκε
και έκλαιγε.
Ίσως πάλεψε και λίγο. Οι αρθρώσεις των δακτύλων του άντρα
μελάνιασαν και κάποιες σπάσανε. Ο Ορέστης έκανε μια παύση να σκεφτεί, αγνοώντας
τις ικεσίες και τα κλάματα. Ίσως να υπήρχε και μαχαίρι... δάγκωσε το χείλος του
με συγκέντρωση ενώ δάμασε το σώμα του Άλμα να σηκωθεί όρθιο. Πρόσθεσε άλλη μια
εμπνευσμένη πινελιά και έσκισε το δέρμα και τη σάρκα από τον δείκτη του δεξιού
χεριού του, φτάνωντας στο κόκκαλο, φροντίζοντας η σάρκα να διαχωρίζεται με τόσο
λεπτομερή τρόπο, ώστε να φαινεται πως το προκάλεσε μαχαίρι. Το οστό κόπηκε στα
δύο, και το δάχτυλο έπεσε με έναν ελαφρύ ήχο στο πάτωμα. Ο Άλμα ούρλιαξε καθώς το
αίμα ξεχύθηκε από το κουτσουρεμένο του χέρι, και ο Ορέστης τον έκανε να
κουνιέται και να χορεύει γύρω γύρω σαν μαριονέτα σε παρωδία μίμισης πάλης. Η
διασπορά του αίματος στους τοίχους έπρεπε να είναι πειστική.
«Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ...» έκλαιγε ο Άλμα.
«Ορέστη-»
«Σκάσε. Σχεδόν τελείωσα.»
Άφησε το κορμί του Άλμα να καταρεύσει στο πάτωμα και
επέτρεψε στον εαυτό του μια στιγμή να απολάυσει την επίδραση που είχε ο δαμασμός
του στο σώμα του άντρα -η καρδιά του χτυπούσε τρελά, το αίμα του έρεε γρήγορα,
αλλά η αδρεναλίνη που έτρεχε μέσα του έκανε τον Άλμα να μην νιώθει τον πόνο στο
πραγματικό του μεγαλείο, οπότε ο Ορέστης τη μείωσε. Ο Άλμα σφάδαξε και ούρλιαξε
καθώς μερικά από τα πλευρά του σπάσανε ξαφνικά και εμφανίστηκαν και άλλοι
μώλωπες.
«Και τώρα η τελευταία πινελιά.»
Η καρδιά ήταν ένα από τα αγαπημένα του όργανα. Εύκολο να
χειραγωγηθεί. Αλλά είναι τόσο κλισέ, σκέφτηκε. Ένας πνεύμονας από την άλλη,
είναι πολύ πιο πρωτότυπο, λιγότερο προβλέψιμο.
Ξανά, έκανε τα κύτταρα στο δέρμα του Άλμα να σκιστούν στο
στήθος του, όλο και βαθύτερα, μέχρι το κέντρο του. Ο άντρας στριγκλιξε και
λιποθύμησε, αλλά ο Ορέστης τον επανέφερε. Το κόψιμο έφτασε τον αριστερό του
πνεύμονα, και με απόλυτη ακρίβεια, τον τρύπησε.
Αργά και βασανιστικά, ο Άλμα πέθαινε.
Τιναζόταν και έτρεμε, αλλά στο τέλος έμεινε ακίνητος και
έπεσε σιωπή.
Ο Ορέστης κοίταξε γύρω του. Ο Ρούντι είχε γονατίσει κάτω
και κάλυπτε το στόμα του με το χέρι του, σοκαρισμένος. Θα το συνηθίσει αργά ή γρήγορα,
σκέφτηκε. Είναι η δουλειά μας. Και εγώ είμαι ο καλύτερος.
Πλησίασε αργά αργά το σώμα του Άλμα και έσκυψε πάνω από
το κεφάλι του. Τα γυαλία του νεκρού άντρα είχαν γλυστρήσει από τη μύτη του και
κρέμονταν στραβά από το αυτί του.
«Δεν έχεις τη παραμικρή ιδέα γιατί πέθανες.» αναστέναξε ο
Ορέστης, μελετώντας το πρόσωπο του.
«Μπορούμε να φύγουμε τώρα;» ρώτησε ξαφνικά ο Ρούντι,
αηδιασμένος.
«Ναι. Μέχρι να βρεθεί ο επόμενος.» είπε ο Ορέστης, και
σηκώθηκε όρθιος.
«Ο επόμενος; Πόσοι είναι;»
«Σκοτώνουμε έναν και εμφανίζεται άλλος. Σε ένα λεπτό, σε μια
μέρα, έναν μήνα, καμιά φορά και σε χρόνια. Έτσι πάει.»
Περπατούσαν προς το ασανσέρ πλάι πλάι όταν χτύπησε το
κινητό του Ορέστη. Το ψάρεψε στη τσέπη του παντελονιού του και απάντησε. Μια
αντρική φωνή με βαριά γαλλική προφορά μίλησε.
«Αγγέλου, ονομάστηκε και άλλος.»
«Ναι;» είπε ο Ορέστης, πνίγοντας τον αναστεναγμό του.
«Μια γυναίκα, Εστέλλα Λούνα. Πληροφορίες θα σου σταλούν
σύντομα.»
«Εντάξει, monsieur.»